2012
Ο Λεωνίδας ξύπνησε απότομα από περίεργες κραυγές που ακούγονταν. Του πήρε λίγα δευτερόλεπτα για να συνειδητοποιήσει ότι δεν έβλεπε εφιάλτη. Απ' το απέναντι δωμάτιο άκουσε τις φωνές των γονιών του. Φοβόταν πολύ, και ας ήταν σχεδόν δώδεκα χρονών. Πετάχτηκε απ' το κρεβάτι και βγήκε στο διάδρομο.
"Σε παρακαλώ... Μη μ' αφήνεις εδώ. Μη μ αφήσεις μόνη μου!" ικέτευε η μητέρα τον πατέρα του.
"Εντάξει, εντάξει. Έλα, θα πάμε μαζί να δούμε." την καθησύχασε ο Κώστας.
Γύρισαν και είδαν τον Λεωνίδα να τους κοιτάει έντρομος.
"Τι συμβαίνει; Τι είναι αυτά που ακούγονται;" τους ρώτησε.
"Δεν ξέρουμε. Μάλλον απ' το σπίτι του αδελφού σου, δίπλα. Πάμε να δούμε." και βγήκαν και οι τρεις έξω τρέχοντας, με τις πιτζάμες και τις παντόφλες τους. Το κρύο περόνιασε τα κόκαλα τα Λεωνίδα, όμως αυτό ήταν το τελευταίο που σκεφτόταν. Ακούστηκε μια άλλη, πιο δυνατή κραυγή.
"Κώστα, τι κραυγή είναι αυτή;!" φώναξε η Άννα, η μητέρα του.
"Δεν ξέρω! Κάτι περίεργο συμβαίνει! Λεωνίδα μείνε μαζί μας!"
"Εντάξει μπαμπά!"
Λίγες μόλις ημέρες πιο πριν, ο αδελφός του Λεωνίδα, ο Θοδωρής και η γυναίκα του Τζίνα, που ζούσαν στη ροζ βίλα δίπλα τους, είχαν βαφτίσει το μωρό τους, τον Γρηγόρη. Κάτι περίεργο συνέβαινε όμως στο γάμο τους. Ο Θοδωρής φαινόταν δυστυχισμένος, το ίδιο και η Τζίνα, αν και αυτή προσπαθούσε να προσποιείται πως όλα ήταν καλά.
Πλησίασαν και έφτασαν σχεδόν από κάτω απ' τη ροζ βίλα. Τότε άρχισαν να σπάνε τα τζάμια απ' τα παράθυρα της κρεβατοκάμαρας ένα- ένα.
"Πέστε κάτω!" φώναξε ο Κώστας και έπεσε πάνω απ' την Άννα και τον Λεωνίδα για να τους προφυλάξει απ' τα γυαλιά που σκορπίστηκαν παντού.
Ύστερα όλα ηρέμησαν. Ο Λεωνίδας άκουγε τις λαχανιασμένες, φοβισμένες ανάσες των γονιών του. Έπειτα ακούστηκαν οι σειρήνες της αστυνομίας.
"Ω Θεέ μου..." είπε ξέπνοα η Άννα. "Τα παιδιά, Κώστα, τα παιδιά! Τι έγινε;" Σηκώθηκαν και οι τρεις.
"Τι έπαθαν ο Θοδωρής, η Τζίνα και ο Γρηγόρης;" ρώτησε ο Λεωνίδας με αγωνία.
"Δεν ξέρω. Θα πάω να δω. Εσύ να προσέχεις τη μητέρα σου." είπε ο Κώστας.
"Κώστα, πρόσεχε!" αναφώνησε η Άννα καθώς εκείνος απομακρυνόταν.
Γύρισε και της ένευσε καταφατικά.
"Θα προσέχω." είπε. Εκείνη την ώρα πλησίασε και η οικογένεια Λιβανός, που έμεναν στην απέναντι βίλα. Ήταν πολύ ισχυρή οικογένεια με πολλές επιχειρήσεις στην κατοχή τους.
"Τι στην ευχή συνέβη; Γνωρίζετε, κυρία Νικολάου;" ρώτησε ο Αντώνης Λιβανός.
"Όχι, κύριε Λιβανέ. Πεταχτήκαμε όλοι επάνω. Ελπίζω ο γιος μου και η οικογένεια του να μην έπαθαν τίποτα."
"Μα τι έγινε; Έκρηξη;" απόρησε η Ταμάρα, η γυναίκα του, βλέποντας τα σπασμένα γυαλιά πάνω στο γρασίδι, κάτω απ΄ τα παράθυρα της κρεβατοκάμαρας. Όσο η μητέρα του συζητούσε αγχωμένη μαζί τους, ο Λεωνίδας πλησίασε τις δίδυμες κόρες τους. Την Έλσα και την Ανίτα.
"Είστε καλά;" τις ρώτησε.
"Ναι, εντάξει είμαστε. Αλλά τρομάξαμε πολύ." απάντησε η Ανίτα.
Ήταν φίλοι και συμμαθητές. Και τα δυο κορίτσια ήταν ομολογουμένως τα πιο όμορφα της τάξης, με μαύρα σπαστά μαλλιά και καστανά εκφραστικά μάτια. Όμως η Ανίτα ξεχώριζε. Ήταν πιο κοινωνική, εξωστρεφής και λίγο "προχωρημένη" για την ηλικία της. Ενώ η Έλσα ήταν πιο χαμηλών τόνων, λίγο ντροπαλή και σοβαρή. Και φυσικά η καλύτερη μαθήτρια.
"Πηγαίνετε μέσα. Θα παγώσετε." τους είπε η Άννα. Ο Λεωνίδας κατάλαβε ότι στην ουσία ήθελε να τους απομακρύνει απ' τη σκηνή του εγκλήματος, αν όντως ήταν έγκλημα αυτό που έγινε.
Φεύγοντας, είδε τον πατέρα του να τσακώνεται με τους αστυνομικούς που μόλις είχαν φτάσει. Οδήγησε τα κορίτσια μέσα στο σπίτι και στο δωμάτιο του. Κανείς δεν είχε όρεξη να μιλήσει. Ο Λεωνίδας ανησυχούσε για την οικογένεια του αδελφού του και αυτό φαινόταν στο βλέμμα του.
"Μην ανησυχείς. Όλα καλά θα πάνε." του είπε η Έλσα. Ο Λεωνίδας χαμογέλασε βεβιασμένα. Πόσες φορές του είχαν πει αυτή τη φράση ενώ στην ουσία τίποτα δεν πήγαινε καλά...
Μετά από λίγο, τα παιδιά άκουσαν φωνές απ' το διάδρομο και βγήκαν να δουν. Είχαν μπει όλοι στο σπίτι, και οι τέσσερις γονείς τους. Ο Κώστας μετέφερε την Άννα στην αγκαλιά του.
"Μαμά!" φώναξε ο Λεωνίδας κι έτρεξε. "Τι έπαθε;" ρώτησε τον πατέρα του.
"Λιποθύμησε." του απάντησε καθώς έμπαιναν στην κρεβατοκάμαρα. Οι Λιβανοί δεν έμειναν να βοηθήσουν. Πήραν τα κορίτσια τους κι έφυγαν. Έξω, οι αστυνομικοί έκαναν ακόμα έρευνες. Ο Κώστας άφησε την Άννα επάνω στο κρεβάτι και με τη βοήθεια του Λεωνίδα προσπάθησαν να τη συνεφέρουν.
Όταν τελικά συνήλθε, ξέσπασε σε κλάματα στην αγκαλιά του Κώστα.
"Πες μου πως δεν είναι αλήθεια! Πες μου πως έβλεπα εφιάλτη, σε παρακαλώ!" φώναξε.
"Τι έγινε;" ρώτησε ο Λεωνίδας τον πατέρα του. Ο Κώστας δεν απάντησε.
"Μπαμπά, τι έγινε;! Έπαθε κάτι ο Θοδωρής;!" επέμεινε.
"Όχι. Η Τζίνα." απάντησε σαν χαμένος ο Κώστας, κρατώντας σφιχτά την Άννα στην αγκαλιά του. Ο Λεωνίδας πισωπάτησε έντρομος.
"Τι έπαθε η Τζίνα;"
"Είναι νεκρή." είπε ο Κώστας με κενό βλέμμα.
"Είναι δολοφόνος!" ούρλιαξε η Άννα. "Το παιδί μου είναι δολοφόνος! Δεν το πιστεύω!"
Ο Λεωνίδας ένιωσε να χάνει τη γη κάτω απ' τα πόδια του. Ο αδελφός του είχε σκοτώσει τη Τζίνα, την ίδια του τη γυναίκα. Δεν το χώραγε ο νους του.
"Τι κοιτάς έτσι;!" του φώναξε ο πατέρας του. "Πήγαινε φέρε τα ηρεμιστικά!"
"Ποια... Ποια ηρεμιστικά...;"
"Στο ντουλάπι πάνω απ' το νεροχύτη, στην κουζίνα! Είναι ένα άσπρο και ροζ κουτί. Και λίγο νερό. Γρήγορα!"
Ο Λεωνίδας έτρεξε σοκαρισμένος στην κουζίνα. Δεν είχε ιδέα μέχρι τώρα ότι είχαν ηρεμιστικά στο σπίτι. Ποιος τα χρειαζόταν; Η μητέρα του; Αφού φαινόταν πάντα τόσο χαρούμενη και ψυχικά υγιής... Τα πήρε, γέμισε ένα ποτήρι με νερό και επέστρεψε στην κρεβατοκάμαρα.
"Έλα, πάρε. Θα σου κάνει καλό." είπε ο Κώστας στη γυναίκα του καθώς της έδινε το χάπι. Η Άννα εξακολουθούσε να κλαίει.
"Ηρέμησε, αγάπη μου." της έλεγε, καθώς προσπαθούσε να την κοιμίσει, χαϊδεύοντας τα μακριά ξανθά μαλλιά της. "Εγώ είμαι εδώ. Θα το περάσουμε μαζί. Μπορεί και να μην είναι αλήθεια... Σου υπόσχομαι ότι θα τη βρω την άκρη."
Ο Λεωνίδας παρακολουθούσε αμέτοχος, ώσπου ένιωσε τα δάκρυα να πλημμυρίζουν τα μάτια του. Σε λίγη ώρα, η μητέρα του αποκοιμήθηκε. Ο πατέρας του τη σκέπασε και στράφηκε προς το μέρος του.
"Έλα, πάμε." του είπε και τον οδήγησε έξω απ' το δωμάτιο. Πήγαν και κάθισαν στο σαλόνι.
"Πού είναι τώρα ο Θοδωρής; Τον συνέλαβαν;" κατάφερε να τον ρωτήσει.
"Όχι. Δεν το ξέρουν καν. Ο αδελφός σου, αφού έγινε ότι έγινε, πήρε τον Γρηγόρη και το έσκασε. Νομίζουν ότι πρόκειται για απαγωγή, όταν όμως μας έδειξαν εκείνο το μαχαίρι, εγώ το κατάλαβα. Και δυστυχώς, το κατάλαβε και η μητέρα σου."
Κοιτούσε το κενό και φαινόταν σαν να μονολογούσε.
"Ποιο μαχαίρι;" απόρησε ο Λεωνίδας.
"Ήταν του παππού Θοδωρή. Μόνο ο αδελφός σου κι εγώ ξέραμε την κρυψώνα. Άρα...ο Θοδωρής το πήρε για να σκοτώσει τη Τζίνα. Η αστυνομία δεν ξέρει ακόμα για αυτό, όμως θα ψάξουν, θα μάθουν και τότε..." Δεν συνέχισε. Κάλυψε το πρόσωπο του με τα χέρια του και έβαλε τα κλάματα.
Ο Λεωνίδας πρώτη φορά έβλεπε τον πατέρα του να κλαίει. Του φαινόταν απίστευτο. Πάντα τον θυμόταν τόσο δυνατό και χαρούμενο... Και όταν εκείνος, πιο μικρός, χτυπούσε καμιά φορά και έκλαιγε, τον μάλωνε λέγοντας του ότι πρέπει να είναι δυνατός και να μην κλαίει με το παραμικρό.
"Σε παρακαλώ, Λεωνίδα. Φύγε. Θέλω να μείνω λίγο μόνος μου." του είπε. Ο Λεωνίδας πήγε στο δωμάτιο του. Ξάπλωσε, αλλά δεν είχε ύπνο. Τι θα γινόταν στη συνέχεια; Σίγουρα δεν θα ήταν πια μια ευτυχισμένη οικογένεια.
***************
Τις ημέρες που ακολούθησαν, η αστυνομία φυσικά ανακάλυψε ότι ο Θοδωρής, μετά από μάχη, σκότωσε τη Τζίνα, άρπαξε το μωρό και εξαφανίστηκε. Όσο για το σπάσιμο των τζαμιών, αυτό δεν μπόρεσαν να το εξηγήσουν. Ο Λεωνίδας ήταν σίγουρος ότι συνέβη κάτι άλλο. Ο αδελφός του δεν θα έκανε ποτέ τέτοιο πράγμα. Την αγαπούσε τη Τζίνα και ότι κι αν του έκανε, αποκλείεται να τη σκότωνε. Εκτός και αν του επιτέθηκε αυτή πρώτη...
H Άννα έπαθε κατάθλιψη. Όλη μέρα ήταν κλεισμένη στο σπίτι. Δεν είχε το κουράγιο να βγει έξω στο σκληρό κόσμο και να αντιμετωπίσει όλα αυτά τα κοράκια που τα έβαζαν με τον γιο της. Έτρωγε με το ζόρι και κοιμόταν με τη βοήθεια ηρεμιστικών. Οι χειρότεροι πάντως ήταν εκείνα τα τέρατα, οι συγγενείς της Τζίνας, οι οποίοι έβγαιναν στα κανάλια και απαιτούσαν να βρεθεί ο Θοδωρής και να τιμωρηθεί. Ο Κώστας, αν τύχαινε να πέσει πάνω σε τίποτα δημοσιογράφους, δήλωνε ότι ο γιος του δεν θα έκανε ποτέ τέτοιο πράγμα με πρόθεση.
"Δεν ήταν προμελετημένος φόνος. Ο γιος μου μάλλον βρισκόταν σε άμυνα." έλεγε.
Ο Λεωνίδας κλείστηκε στον εαυτό του. Στο σχολείο δεν τον ήθελε πλέον κανένας, αλλά ακόμα και αν ελάχιστα άτομα τον πλησίαζαν, όπως για παράδειγμα η Έλσα, εκείνος τους απέφευγε. Δεν ήθελε τον οίκτο τους. Η Ανίτα, απ' την άλλη, επηρεασμένη απ' τα υπόλοιπα παιδιά, δεν τον πλησίαζε από φόβο μην καταστρέψει τη φήμη της.
Ήταν σίγουρος πως όλο το σχολείο ψιθύριζε εναντίον του από όπου περνούσε. Πολλές φορές, τους έβλεπε να τον δείχνουν με το δάχτυλο και τους άκουγε να λένε "Να, ο αδελφός του δολοφόνου. Είμαι σίγουρος ότι τον υποστηρίζει για αυτό που έκανε. Μην τον κάνετε παρέα." Πολύ συχνά μάλιστα έπεφτε και θύμα εκφοβισμού. Πολλά παιδιά τον κορόιδευαν σε κάθε ευκαιρία, οι νταήδες τον απειλούσαν να τους δώσει λεφτά ή φαγητό, ή του έκαναν φάρσες, όπως για παράδειγμα τρικλοποδιές για να πέσει και άλλα πολλά.
Ήταν το μαύρο πρόβατο του κοπαδιού. Το κακό ήταν πως δεν μπορούσε να μιλήσει στους γονείς του για αυτά που γίνονταν στο σχολείο. Δεν ήθελε να στεναχωρήσει κι άλλο τη μητέρα του, ούτε να βάλει σε νέους μπελάδες τον πατέρα του, ο οποίος ήταν ευέξαπτος και νευρίαζε πολύ εύκολα τον τελευταίο καιρό.
Μια μέρα, προσπάθησε να αποφύγει μια παρέα παιδιών που τον πείραζαν, πηγαίνοντας από άλλο διάδρομο στην τάξη του. Εκείνοι όμως τον είδαν και τον ακολούθησαν.
"Ε, φρικιό!" του φώναξε ο αρχηγός της παρέας, ο μεγαλόσωμος Χρόνης.
Τον φώναζαν φρικιό, επειδή τα μαλλιά του, τα οποία είχαν αρχίσει να μακραίνουν, ήταν συνεχώς ατημέλητα επειδή δεν είχε όρεξη να τα χτενίζει, και επειδή ντυνόταν συνέχεια στα μαύρα ως έναν τρόπο να πενθήσει για ότι έγινε. Τους αγνόησε και συνέχισε να προχωράει.
"Ε! Μη με γράφεις όταν σου μιλάω!" φώναξε ακόμα πιο δυνατά ο άλλος. Χωρίς να το καταλάβει, ο Λεωνίδας βρέθηκε με μια λαβή ξαπλωμένος στο πάτωμα. Όλοι γέλασαν με την πτώση.
Έκανε να σηκωθεί, μα ο Χρόνης τον κράτησε απ' τον ώμο.
"Για φέρε μου την τσάντα σου, να δούμε τι καλό μας έχεις σήμερα..." Ο Λεωνίδας του έδωσε το σακίδιο του, κοιτάζοντας τον άγρια.
"Μαλάκα, είδες πως σε κοιτάει;" είπε ένα παιδί.
"Θα μας σκοτώσει όλους ρε, άφησε τον." είπε κοροϊδευτικά ένα άλλο.
"Ναι. Αφού κουβαλάει μαζί το μαχαίρι του αδελφού του." κορόιδεψε ο Χρόνης καθώς έχωνε τα χέρια του μέσα στο σακίδιο κι έψαχνε. "Α! Κάντε στην άκρη! Η τσάντα έχει βόμβα! Μπουμ!" φώναξε και πέταξε την τσάντα στο κεφάλι του Λεωνίδα. Ένιωσε να ζαλίζεται και τα βιβλία σκορπίστηκαν παντού.
Όλοι απομακρύνθηκαν δήθεν τρομαγμένοι και ξέσπασαν πάλι σε γέλια. Μόλις συνήλθε από το χτύπημα, ο Λεωνίδας αγρίεψε. Η οργή που κρατούσε μέσα του τόσο καιρό άρχισε να τον κυριεύει. Έπρεπε να σταματήσει αυτό κάποια στιγμή.
"Νιώθεις πολύ μάγκας τώρα, αποτυχημένε;!" φώναξε και σηκώθηκε όρθιος.
"Τι είπες;" γρύλισε σαν άγριο ζώο ο Χρόνης.
"Μόνο έτσι μπορείς να κερδίσεις την αποδοχή!" συνέχισε ο Λεωνίδας, που δεν τον φοβόταν πια. "Οι φίλοι σου σε θαυμάζουν για αυτά, για τις αλητείες και τα νταηλίκια στους πιο αδύναμους από σένα, ενώ στην πραγματικότητα είσαι τόσο χαμένος όσο κι εγώ! Και του χρόνου που θα πάμε Γυμνάσιο, θα είσαι κότα μπροστά στα μεγαλύτερα παιδιά που θα σε κοροϊδεύουν για τα κιλά σου!" Ήξερε ότι αυτό το τελευταίο ήταν λίγο ρατσιστικό, ότι γινόταν ίδιος με εκείνον μιλώντας του έτσι, όμως ήταν ο μόνος τρόπος να τον ταπεινώσει.
Όντως οι φίλοι του Χρόνη άρχισαν να γελάνε.
"Σκάστε!" τους φώναξε, όμως αυτοί δεν μπορούσαν να συγκρατηθούν. "Μ' έκανες ρεζίλι στους φίλους μου, φλώρε!" ούρλιαξε στο πρόσωπο του Λεωνίδα και του έδωσε μια γροθιά στο μάτι. Ο Λεωνίδας ζαλίστηκε, παραπάτησε κι έπεσε κάτω, όμως ένιωθε ικανοποιημένος με τον εαυτό του που επαναστάτησε κατά του μεγαλύτερου νταή του σχολείου. Η επανάσταση ήταν ωραία, τελικά! Ο Χρόνης έφυγε ντροπιασμένος και οι υπόλοιποι άρχισαν να σκορπίζουν.
Χτύπησε κουδούνι.
"Ω Θεέ μου! Είσαι καλά;" άκουσε τη φωνή της Έλσας, καθώς έβαζε τα πράγματα που χύθηκαν μέσα στην τσάντα του.
"Ναι... Καλά είμαι." της είπε, αγνοώντας τον πόνο στο δεξί του μάτι. Η Έλσα έσκυψε και τον βοήθησε με τα βιβλία.
"Δεν μπορώ να το πιστέψω αυτό που έκανες. Δεν τον φοβήθηκες;"
"Όχι. Με είχε νευριάσει τόσο πολύ, που εκείνη την ώρα δεν ένιωθα φόβο." εξήγησε.
"Ουάου! Λεωνίδα, είσαι φοβερός. Κανένας δεν θα τολμούσε να αντισταθεί έτσι στον Χρόνη."
"Ευχαριστώ."
"Τίποτα. Την αλήθεια λέω."
Σηκώθηκαν όρθιοι.
"Για να δω το μάτι σου... Θα αφήσει σημάδι, σίγουρα." του είπε ανήσυχη.
"Δεν με πειράζει." Άρχισαν να κατευθύνονται προς την τάξη τους. Του άρεσε η παρέα της και ας μην το παραδεχόταν.
"Στους γονείς σου τι θα πεις άμα το δουν;" τον ρώτησε πάλι για το μάτι του.
"Σιγά μην το δουν. Είναι απασχολημένοι με...με το γνωστό θέμα."
"Κατάλαβα..." απάντησε η Έλσα κάπως λυπημένη.
Είχαν άλλη μια ώρα μαθηματικά και μετά σχόλασαν. Το σχολικό έκανε τις "διανομές" και όταν έκανε στάση στο λόφο, κατέβηκαν ο Λεωνίδας με την Έλσα και την Ανίτα, η οποία άκουγε εντυπωσιασμένη το σκηνικό που έγινε προηγουμένως από την αδελφή της. Χαιρετήθηκαν και πήγαν σπίτια τους. Ο Λεωνίδας μπήκε στο δικό του απ' την πόρτα της κουζίνας.
"Μαμά; Μπαμπά;!" φώναξε. Δεν τον άκουσαν. Άφησε την τσάντα του σε μια καρέκλα και πήγε στο σαλόνι.
Επικρατούσε το απόλυτο χάος από σπασμένα γυαλικά και πεταμένα πράγματα. Ακόμα και η τηλεόραση βρισκόταν αναποδογυρισμένη στο πάτωμα. Ο πατέρας του σκούπιζε τα γυαλιά.
"Τι έγινε εδώ;" τον ρώτησε.
"Είχαμε ένα καυγά με τη μητέρα σου." του είπε εκείνος.
"Τι;!" απόρησε σοκαρισμένος. "Και ήταν ανάγκη να τα σπάσετε; Μη μου πεις ότι..." Δεν συνέχισε, αλλά ο Κώστας κατάλαβε τι ήθελε να πει.
"Όχι, δεν τα πετάγαμε ο ένας στον άλλον. Εγώ τα πέταξα απ' τα νεύρα μου. Όσο για τη μαμά, αυτή δεν έφταιξε σε τίποτα. Για όλους αυτούς τους γελοίους, που μιλάνε χωρίς να ξέρουν και...και για τον Θοδωρή που έγινε..." Ο Λεωνίδας τον διέκοψε, πριν ακούσει ακόμα μια φορά αυτή τη λέξη:
"Μπαμπά...ό,τι κι αν έκανε, είναι ακόμα ο Θοδωρής μας. Ο γιος σας και ο αδελφός μου. Και είμαι σίγουρος ότι μια μέρα θα γυρίσει και θα μας πει ο ίδιος πώς έγιναν τα πράγματα." τον καθησύχασε.
Ο Κώστας παράτησε τη σκούπα, πλησίασε και αγκάλιασε τον γιο του.
"Δεν ξέρω τι θα κάναμε η μητέρα σου κι εγώ αν δεν είχαμε κι εσένα, Λεωνίδα." του είπε. "Είσαι το μόνο άτομο για το οποίο αξίζει να παλέψουμε. Πρέπει να παραμείνουμε ενωμένοι οι τρεις μας." και τον κοίταξε στα μάτια. Τότε είδε ότι το δεξί του μάτι ήταν μελανιασμένο.
"Χριστέ μου! Πού το έπαθες αυτό;!" αναφώνησε.
"Σήμερα. Στο σχολείο."
"Πάμε να σου βάλω λίγο πάγο." είπε και τον έπιασε απ' το χέρι.
"Η μαμά;" ρώτησε καθώς τον πήγαινε στην κουζίνα.
"Κοιμήθηκε."
Τον έβαλε να καθίσει κι έπειτα πήρε μια πετσέτα, τη γέμισε παγάκια και την τύλιξε.
"Πλακώθηκες;" τον ρώτησε.
"Ναι."
"Έλεος, ρε Λεωνίδα... Τα ίδια που έκανα κι εγώ..." είπε ο Κώστας, καθώς πίεζε την πετσέτα επάνω στο μάτι του.
"Πλακωνόσουν στο σχολείο;" είπε ο Λεωνίδας, προσπαθώντας να αγνοήσει τον πόνο.
"Όχι στο Δημοτικό. Στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο μερικές φορές, κυρίως όταν πείραζαν εμένα η κάποιο άλλο παιδί και ήθελα να το υπερασπιστώ. Ήξερα καράτε και ένιωθα ότι κανένας δεν μπορούσε να με νικήσει, κι όμως κάποιες φορές τις έτρωγα."
Ο Λεωνίδας γέλασε, όμως σοβαρεύτηκε απότομα. Έπρεπε να του πει την αλήθεια.
"Ξέρεις, κι εμένα με πείραζε ένα παιδί. Δεν πλακωθήκαμε, απλά τον έβρισα και μου έδωσε μια μπουνιά."
"Το κατάλαβα." είπε ο Κώστας. "Κράτα την εκεί." Του άφησε την πετσέτα με τον πάγο να την κρατάει μόνος του και κάθισε στην απέναντι καρέκλα. "Θες να μου πεις πώς ακριβώς έγινε όλο το σκηνικό;" τον ρώτησε.
Και ο Λεωνίδας του είπε τα πάντα: ότι εδώ και ένα μήνα, από τότε που μαθεύτηκε αυτό με τον Θοδωρή, τα παιδιά στο σχολείο τον απέφευγαν και κάποιοι, ειδικά ο Χρόνης, τον πείραζαν. Τέλος, του αφηγήθηκε το σημερινό σκηνικό με λεπτομέρειες. Προς μεγάλη του έκπληξη, ο πατέρας του παρέμεινε ψύχραιμος.
"Και η μαμά έπεφτε θύμα εκφοβισμού στο σχολείο." του είπε ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα.
"Αλήθεια;" απόρησε ο Λεωνίδας.
"Ναι. Στο Λύκειο συγκεκριμένα, υπήρχαν δυο νταήδες που την είχαν βάλει στο μάτι. Μια μέρα, τους είδα να την ενοχλούν και πήγα να την υπερασπιστώ. Έτσι τη γνώρισα."
"Τους έδειρες ή σε έδειραν;" τον ρώτησε πειραχτικά ο Λεωνίδας.
"Λίγο κι απ' τα δύο." είπε ο Κώστας και γέλασαν. "Όμως άξιζε τον κόπο. Βέβαια, οι γονείς μου μετά από αυτό το σκηνικό με άλλαξαν σχολείο και με έγραψαν στο Αμερικανικό Κολέγιο. Εκεί είναι πιο αυστηρά τα πράγματα και για αυτό θα πας κι εσύ όταν έρθει η ώρα." Έμειναν λίγο σιωπηλοί. Έπειτα, τελείως ξαφνικά, του ανακοίνωσε κάτι που δεν ήξερε:
"Η μαμά ήταν έγκυος."
"Πότε;" απόρησε ο μικρός.
"Τώρα, πριν λίγο καιρό. Ήταν δύο μηνών περίπου. Σκοπεύαμε να το κρατήσουμε, αλλά το έχασε απ' τη στεναχώρια της για αυτά που έγιναν."
"Λυπάμαι." είπε ο Λεωνίδας.
"Γι΄ αυτό είναι έτσι τον τελευταίο καιρό. Αδύναμη, θέλει να κοιμάται συνέχεια. Ταλαιπωρήθηκε πολύ."
"Πότε το έχασε;"
"Μια μέρα που εσύ ήσουν στο σχολείο. Γι΄ αυτό δεν κατάλαβες τίποτα. Με πήρε τηλέφωνο και έφυγα απ' τη δουλειά για να την πάω στο νοσοκομείο, όμως ήταν πλέον πολύ αργά."
Ο Λεωνίδας λυπήθηκε αφάνταστα για το αγέννητο αδελφάκι του. Θα τους έδινε λίγη χαρά. Όμως τώρα...
"Θα πάω να μιλήσω στον διευθυντή σου αύριο." είπε ο Κώστας και σηκώθηκε. "Αλλά επειδή δεν νομίζω να βγάλω άκρη, θα λάβω πιο δραστικά μέτρα. Θα σε μάθω καράτε." Ο Λεωνίδας ενθουσιάστηκε με την ιδέα. "Αλλά θα μου υποσχεθείς, ότι θα το χρησιμοποιείς μόνο για αυτοάμυνα. Μόνο όταν σου επιτίθενται."
"Το υπόσχομαι." χαμογέλασε ο Λεωνίδας. Επιτέλους, θα μπορούσε να υπερασπίζεται τον εαυτό του.
Το ίδιο βράδυ, ο Κώστας ξύπνησε την Άννα γιατί έπρεπε να κάνει μπάνιο, όμως εκείνη αρνιόταν να σηκωθεί απ' το κρεβάτι.
"Δεν θέλω..." είπε με πείσμα.
"Έλα, βρε αγάπη μου... Μη με στενοχωρείς. Θα σε κάνω εγώ μπάνιο. Έλα, σήκω." Με τα πολλά, κατάφερε τελικά να τη σηκώσει και να την οδηγήσει στο μπάνιο.
Ο πρωινός καυγάς την είχε εξαντλήσει εντελώς. Όμως έπρεπε να βρει και πάλι δύναμη να σταθεί στα πόδια της. Έβγαλε τα ρούχα της και βυθίστηκε στο ζεστό νερό με τη σαπουνάδα που της ετοίμασε ο Κώστας.
Obrigado pela leitura!
Podemos manter o Inkspired gratuitamente exibindo anúncios para nossos visitantes. Por favor, apoie-nos colocando na lista de permissões ou desativando o AdBlocker (bloqueador de publicidade).
Depois de fazer isso, recarregue o site para continuar usando o Inkspired normalmente.